υλοτόμος

υλοτόμος
-ο / ὑλοτόμος, -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α
το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα τού δάσους, ξυλοκόπος
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους
2. το αρσ. ως ουσ. εντομολ. γένος μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη κοιλιά, τών οποίων η προνύμφη κατατρώγει τα φύλλα τών φυτών
αρχ.
(για πράγμ.) αυτός που χρησιμοποιείται για την κοπή τών δένδρων τού δάσους («οἱ δ' ἴσαν, ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υλοτόμος — υλοτόμος, ο και λατόμος, ο 1. αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ο ξυλοκόπος. 2. αυτός που εκμεταλλεύεται την ξυλεία δάσους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλοτόμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλότομος — ον, Α 1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ άλλους, σκουλήκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑλοτόμοιο — ὑλότομος cutting masc/fem/neut gen sg (epic) ὑλοτόμος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτόμοις — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτόμοισι — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτόμοισιν — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτόμον — ὑλοτόμος masc/fem acc sg ὑλοτόμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτόμου — ὑλότομος cutting masc/fem/neut gen sg ὑλοτόμος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτόμους — ὑλότομος cutting masc/fem acc pl ὑλοτόμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”